- ανατροχάζω
- (Α ἀνατροχάζω)(για πυροβόλα) μετακινούμαι προς τα πίσω κατά την εκπυρσοκρότηση, οπισθοδρομώαρχ.τρέχω προς τα επάνω ή προς τα πίσω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα-* + τροχάζω («τρέχω») < τροχός.ΠΑΡ. ανατροχασμός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνατροχάζουσιν — ἀνατροχάζω pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀνατροχάζω pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)